τεχνουργία

τεχνουργία
η мастерство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τεχνουργία" в других словарях:

  • τεχνουργία — τεχνουργίᾱ , τεχνουργία fem nom/voc/acc dual τεχνουργίᾱ , τεχνουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργίᾳ — τεχνουργίᾱͅ , τεχνουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργία — η, ΝΜΑ [τεχνουργός] τεχνούργημα νεοελλ. η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων …   Dictionary of Greek

  • τεχνουργία — η 1. τεχνική εργασία. 2. κατασκευή έργου τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνουργίας — τεχνουργίᾱς , τεχνουργία fem acc pl τεχνουργίᾱς , τεχνουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργίαν — τεχνουργίᾱν , τεχνουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργίαις — τεχνουργία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτεχνουργία — λεπτοτεχνουργία, ἡ (Μ) περίτεχνη επεξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνουργία (< τεχνουργός) …   Dictionary of Greek

  • τεχνουργικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τεχνουργία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»